- θολικός
- -ή, -ό (Μ θολικός, -ή, -όν) [θόλος]1. αυτός που έχει θόλο2. αυτός που έχει σχήμα θόλουνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το θολικόο θόλος («τα θολικά τών εκκλησιών»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θολικήν — θολικός with a dome fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… … Dictionary of Greek